βραδυτόκος

βραδυτόκος
ος , ον тяжело рожающий

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "βραδυτόκος" в других словарях:

  • βραδυτόκος — βραδυτόκος, ον (Α) αυτός που γεννά αργά, σε προχωρημένη ηλικία. [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς + τοκος < τίκτω] …   Dictionary of Greek

  • βραδυτοκώτερον — βραδυτόκος slow in bringing to birth masc acc comp sg βραδυτόκος slow in bringing to birth neut nom/voc/acc comp sg βραδυτόκος slow in bringing to birth adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυτόκα — βραδυτόκος slow in bringing to birth neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βραδυ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βραδύς. Α΄ συνθετικό αρκετών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής που δηλώνει: 1. Την αργή, βραδεία κίνηση. Πρβλ. βραδυκίνητος, βραδυπλοώ αρχ. βραδυβάμων, βραδύπους, βραδυσκελής νεοελλ. βραδύπλους 2. Αυτό που γίνεται ή …   Dictionary of Greek

  • βραδυτοκώ — βραδυτοκῶ ( έω) (Α) [βραδυτόκος] γεννώ σε προχωρημένη ηλικία …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»